«Κραυγή - το γυναικείο βίωμα της Καλαβρυτινής τραγωδίας»
« ..Η μανούλα μου η συγχωρεμένη είχε βρει τον πατέρα μου και κοίταγε να τον ξεπλακώσει απ’ τα σώματα που ‘χαν πέσει πάνω του. Αγωνιζόταν η κακομοίρα… Θυμάμαι τα χεράκια της γεμάτα αίματα και μυαλά...
Κοιτάζω τον πατεράκο μου… Δεν τον θυμάμαι τραυματισμένο∙ το προσωπάκι του –με τα ξανθιά του τα μαλλιά– όπως ήτανε, άθικτο. Μου λέει η μάνα μου:
«Παιδάκι μου, πήγαινε προς τα πέρα, μη δεις το Θοδωράκη μας. Εγώ θα βάλω τον πατέρα σου πάνω στην κουβέρτα και θα τον κατεβάσω».
Της είχε πει –βλέπεις– κάποιος διασωθείς ότι το Θοδωράκη, λίγο πριν το μακελειό, τον έδιωξε ο πατέρας:
«Θοδωράκη, θα μας σκοτώσουνε –του είπε. Πήγαινε εσύ πίσω, μήπως γλιτώσεις».
Προχώρησα, λοιπόν, πέρα απ’ τα πτώματα, στο κάτω μέρος που ‘τανε αδειανό, ψάχνοντας στην άκρη, σ’ ένα ξερολάγκαδο.
Καθώς κοιτούσα κάτω στο λαγκάδι, βλέπω κάποιον να σηκώνεται, γεμάτος αγκάθια. Ήτανε ο Νικολαΐδης. Εγώ, μικρό παιδί τότε, θάρρεψα πως θα σηκωθούνε όλοι από κάτω...
Τράβηξα προς τα πάνω∙ εκεί βρήκα το Θοδωράκη μας, πίσω-πίσω. Όπως έσκυψα να δω, άκουσα ένα ρόγχο. Ήταν ακόμα ζωντανός. Είχε ένα τραύμα μικρό, δίπλα στο σαγόνι… Η χαριστική ήτανε; Το αιματάκι έτρεχε πάνω στο παλτουδάκι του. Τρέχω να το πω στην μητέρα μου.
Είχε αρχίσει πια να νυχτώνει. Κατεβαίνοντας, βλέπω τα παιδιά εκεί που τα ‘χαμε αφήσει.
«Πού είναι η μάνα μου;»
«H μητέρα μας πάει τον πατέρα μας στο νεκροταφείο».
Είχε πάρει τον πατέρα με την κουβέρτα και τον κατέβαζε σούρνοντας. «Πάμε, λέω, πάμε να τη βρούμε».
Παίρνω την Ελπίδα αγκαλιά και την Αθηνά απ’ το χέρι και κατεβαίνουμε στο νεκροταφείο. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Ήταν εξουθενωμένη:
«Παιδάκι μου, πού να πάω τώρα; Πάμε σπίτι. Κάτσε να πάρω την κουβέρτα».
Άφησε τον πατέρα μου κάτω, δίπλα στο μνήμα που θα ‘νοιγε, πήραμε την κουβέρτα και φύγαμε για το σπίτι.
Το σπίτι μας καιγότανε. Κάτω ήταν μια χαμοκέλα με τσίγκο. Λέει η κακομοίρα η μάνα μου:
«Πάμε, παιδάκι μου, εδώ, να στρώσουμε την κουβέρτα».
Μπήκαμε στη χαμοκέλα, στριμωχτήκαμε σε μια γωνία, έστρωσε η μητέρα μου την κουβέρτα, μισή από κάτω, μισή από πάνω και τυλιχτήκαμε. Κρυώναμε. Πήρα την Ελπίδα αγκαλιά. Πεινούσε κι έκλαιγε. Τι να κάνω τώρα; Δεν είχαμε τίποτα. Έκλαιγε όλη τη νύχτα. Κάποτε, απ’ την κούραση κι απ’ την πείνα αποκοιμήθηκε. Αποκοιμηθήκαμε και μεις. Κάποια στιγμή ακούω τη μάνα μου:
«Σούλα μου, εγώ θα πάω στο νεκροταφείο να φέρω τον Θοδωράκη μας. Εσύ, τα παιδιά και τα μάτια σου. Κοίταξε μην πάθουν τίποτα τα παιδιά». Έφυγε κι εγώ έμεινα πίσω. Κάποια στιγμή βγαίνω έξω∙ ακούω κουβέντες.
«Πού είσαστε; –με ρωτάει μια γυναίκα.
«Εδώ».
«Πού κοιμηθήκατε;»
«Εδώ».
«Της Διαμάντως του Φωλιά το σπίτι δεν κάηκε. Ξενυχτήσαμε εκεί. Εσείς;»
«Εδώ, στον τσίγκο από κάτω».
«Πού είν’ η μητέρα σου;»
«Στο νεκροταφείο∙ τα παιδιά τα ‘χω εγώ».
«Πάρ’ τα κι έλα πάνω».
Πήρα τα παιδιά κι ανέβηκα. Βρήκα όλη η γειτονιά στριμωγμένη. Μπήκαμε μέσα. Εκεί ήτανε κι η Ρήνα, η ξαδέρφη μου, με τη Νίτσα και με τα δυο μικρά. Και κείνα κι η Αγλαΐα κι η Γεωργία ήτανε τότε στην ίδια ηλικία με την Ελπίδα μας. Συλλογίστηκα τη μάνα μου. Λέω στη Ρήνα:
«Ρήνα μου, θα προσέχεις την Αθηνά και την Ελπίδα, να πάω στο νεκροταφείο, να δω τι κάνει η μητέρα μου;»
Συμφώνησε. Άφησα τα παιδιά και τράβηξα κάτω προς το νεκροταφείο. Κάποια στιγμή βλέπω την μανούλα μου –φορούσε μια ρόμπα τότε, θυμάμαι, βυσσινιά ήτανε, και τα μαλλιά της ξέπλεκα μέχρι κάτω– και γύριζε μεσ’ στο νεκροταφείο από δω κι από κει, ίδια τρελή.
«Μανούλα μου, τι κάνεις;»
«Μωρέ, να σκάψω, δεν έχω… Με τι να σκάψω; Σκάβω μ’ ένα κεραμίδι και δεν μπορώ».
Κάποια της έδωσε ένα ξινάρι κι έσκαψε λίγο η καψερή.
«Μάνα, κρυώνω», της λέω –με είχε πιάσει κρυάδα απ’ το φόβο κι απ’ τη πείνα.
Βγάζει το παλτό του Θοδωράκη μας και μου το φοράει. Το πέτο του ήτανε γεμάτο αίματα. Το φόραγα, θυμάμαι, όλη την βδομάδα και το αιματάκι του μοσκοβόλαγε... Κάποια στιγμή με διώχνει πάλι –δεν είχε σκάψει η καψερή ούτε μισό πόντο:
«Μητέρα, να σε βοηθήσω».
«Όχι∙ τα παιδιά, τα παιδιά. Μην ξανάρθεις∙ να καθίσεις κοντά στα παιδιά».
Κατάφερε να τους θάψει και κάθε πρωί πήγαινε να δει μήπως τους είχαν ξεθάψει τα σκυλιά. …»
Μαρτυρία Τρισεύγενης Νικολάου –Θανοπούλου (απόσπασμα)