Άνω Μέρος, 22 Αυγούστου 1944
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩ ΜΕΡΟΥΣ Του Θόδωρου Φουρφουλάκη
Η καταστροφή του Άνω Μέρους και η εκτέλεση των τριάντα οκτώ (38) κατοίκων του, στις 22 Αυγούστου 1944, αποτελούν το αποκορύφωμα των συμφορών και των μαρτυρίων του ηρωικού χωριού στη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής.
Το χρονικό της καταστροφής, με πολλή συντομία, έχει ως ακολούθως:
Οι Γερμανοί (περίπου 150 στρατιώτες, με ελαφρό οπλισμό) κύκλωσαν το Άνω Μέρος τα χαράματα της 22 Αυγούστου 1944, ημέρα Τρίτη. Τη νύχτα της παραμονής ήλθαν, προερχόμενοι από το Ρέθυμνο, στον Αφράτε με τα αυτοκίνητα τους και από εκεί πεζοπορούντες για δυο ώρες έφθασαν στο χωριό. Κινήθηκαν σε φάλαγγα στη διαδρομή Αφράτες – Πετροχώρι – Αύλακας - Ρουπακιάς. Από το σημείο αυτό χωρίστηκαν σε δυο τμήματα. Το ένα κινήθηκε ΝΑ, έφθασε και κύκλωσε το χωριό από το «Κατωχώρι» και το άλλο ΒΔ και κύκλωσε το «Πανωχώρι».
Η κύκλωση ολοκληρώθηκε γύρω στις 4.30 το πρωί. Οι χωριανοί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς από τα επίμονα, συνεχή και άγρια γαυγίσματα των σκύλων και από ένα πυροβολισμό που ρίχτηκε στο «Πανωχώρι» κατά τις 4 το πρωί. Τον έριξε ένας Γερμανός εναντίον του Μανώλη Ν. Καπαρού, που νέος τότε, μόλις αντιλήφθηκε τους Γερμανούς επιχείρησε να διαφύγει. Ο πυροβολισμός αυτός (που ακούστηκε Πανωχώρι Κατωχώρι) έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να ξεφύγουν από τον κλοιό και να σωθούν (Μπαγούρηδες κ.α.). Όσοι δεν πρόλαβαν έτρεξαν να κρυφτούν, όπου μπορούσαν, πριν ξημερώσει. Μόλις έφεξε η μέρα, οι Γερμανοί σκορπίστηκαν στα σπίτια και στους δρόμους, έβριζαν, φώναζαν, κτυπούσαν, πυροβολούσαν σκοτώνοντας τα σκυλιά και καλούσαν τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στο Σχολείο. Παράλληλα έψαχναν στους στάβλους και στους αχυρώνες κι όσους έβρισκαν να κρύβονται τους έφερναν σε κακή κατάσταση, επίσης, στο Σχολείο. Στη δυτική αίθουσα μπαίνανε οι άνδρες και τα παιδιά από 16 χρονών και πάνω και στην ανατολική τα γυναικόπαιδα.
Γύρω στις 8-8.30 άρχισε στην αίθουσα των ανδρών ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Ένας-ένας σηκώνουνταν οι χωριανοί, δίνανε την ταυτότητα τους στο Γερμανό διερμηνέα «Ερμαν» ο οποίος αφού σύγκρινε τα στοιχεία του ελεγχόμενου με τα στοιχεία καταστάσεων που είχε μπροστά του ο επικεφαλής διοικητής, τους υποδείκνυε μετά από συνεννοήσεις συζητήσεις (με το διοικητή) σε ποιο σημείο της αίθουσας να σταματήσουν. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου (που αποσκοπούσε στην επιλογή των μελλοθανάτων) υπέπεσαν στην αντίληψη μου τα εξής:
α. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Στυλιανού Εμμ. Κουγιτάκη, του ζήτησαν οι Γερμανοί να τους παρουσιάσει (ήταν βέβαια παρόντες) και τους δυο άλλους αδελφούς του Ηλία και Γιάννη. Εκτελέστηκαν και οι τρεις. Λέγεται ότι αργότερα οι Γερμανοί ζήτησαν και από το Θοδωρή Λινοξυλάκη να τους επιδείξει τους αδελφούς του (οι οποίοι πάντως δεν είχαν συλληφθεί), αλλά αυτός αρνήθηκε ότι είχε αδέλφια. Ο Θοδωρής Λινοξυλάκης εκτελέστηκε.
β. Κατά τον έλεγχο της ταυτότητας του Γιώργη Εμμ. Κατσαντώνη, φοιτητή της Νομικής ακολούθησε σύντομη συζήτηση μεταξύ αυτού και των Γερμανών και κατόπιν τον έβαλαν στη θέση των μελλοθανάτων. Είναι αυτονόητο ότι και αυτός εκτελέστηκε.
γ. Σε κακή κατάσταση (από την κακοποίηση) έφεραν στο σχολείο τους εξαδέλφους Εμμανουήλ Θ. Μαθιουδάκη και Γεώργιο Εμμ. Σταυρουλάκη, που τους βρήκανε να κρύβονται σε αχυρώνα. Και οι δυο εκτελέστηκαν. Ο Εμμανουήλ παπά Θεόδωρου Φουρφουλάκης δάσκαλος, που ήταν κρυμμένος επάνω στη μουρνιά, που βρίσκεται και σήμερα στην αυλή του, μαζί με τον Πανάγο Ν. Καπαρό, τους είδαν όταν τους βγάλανε οι Γερμανοί από τον αχυρώνα του «Πυρηνοθοδωρή». Τους κτυπούσαν αλύπητα στο κεφάλι με τον υποκόπανο των όπλων τους.
δ. « Ο Γέρο Ζάχαρης Φραγκουδάκης ψιθυρίζοντας ( στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου) παρακινούσε τους χωριανούς « να τονέ μουντάρομενε μωρέ», «θα μασέ σκοτώσουν». Την ίδια παρακίνηση έκανε στους χωριανούς και ο Εμμανουήλ Χατζηδάκης (Χατζήμανώλης) αργότερα όταν φεύγαμε αδειάζοντας το χωριό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Φουρφουλάκη μια τέτοια ενέργεια ήταν αδιανόητη κείνη τη στιγμή. Ούτε όπλο ούτε «βέργα» υπήρχε στα χέρια τους. Υπήρχε το θάρρος αλλά δεν υπήρχε ο τρόπος να ξεφύγουν από τη μοίρα τους.
ε. Τους ξένους που βρισκόταν στο χωριό κατά τον έλεγχο τους χώρισα και τους τοποθέτησαν στο ΝΔ. τμήμα της αίθουσας. Δε σκότωσαν από αυτούς κανέναν, ενώ στα άλλα χωριά σκότωσαν τους περισσότερους. Με τους ξένους ανακατεύτηκε και ο νεαρός τότε Μιχάλης Διαμαντάκης, που είχε χάσει την ταυτότητα του και σώθηκε.
στ. Σε κάποια στιγμή ρίχτηκε στην αυλή του Σχολείου ένας πυροβολισμός. Υποθέσαμε πως κάποιον σκότωσαν και σηκωθήκαμε όλοι από τα θρανία για να δούμε τι συμβαίνει. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, άρχισαν τις φωνές και μας πρότειναν τα όπλα. Μάλιστα ένας στρατιώτης πήδησε και βγήκε πάνω στο τραπέζι του Διοικητή και μας πρότεινε το ταχυβόλο ουρλιάζοντας. Καθίσαμε αμέσως κάτω.
ζ. Μετά το περιστατικό που ανέφερα προηγουμένως για τον πυροβολισμό στη αυλή του σχολείου οι Γερμανοί μας αραίωσαν. Πήραν από μια παρτίδα από 22 άτομα και μας έκλεισαν στο Γραφείο του Σχολείου. Από εκεί ήλθαν σε λίγο και πήραν 10 άτομα (αριθμητικά 1,2,3...) και τους κλείσανε ξανά στην αίθουσα, προφανώς για να συμπληρωθεί ο αριθμός 30, που πρόβλεπε η διαταγή να εκτελέσουν. Τους υπόλοιπους 12 μας πήγαν συνοδεία στα σπίτια μας, πήραμε ρούχα και τρόφιμα για δυο μέρες και μας οδήγησαν έξω από το χωριό, με προορισμό τις φυλακές στο Ρέθυμνο.
Στη συνέχεια των περιστατικών που προαναφέραμε έγινε η φοβερή ανακοίνωση προς τα γυναικόπαιδα: «Το χωριό σας έδειξε ασέβεια προς τις Γερμανικές διαταγές και θα τιμωρηθεί. Περιέθαλψε τους Άγγλους σαμποτέρ και τους Έλληνες συμμορίτες και δε συνεργάστηκε μαζί μας για την ανεύρεση του στρατηγού Κράιπε. Τώρα θα πληρώσει. Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ότι μπορείτε και σε μια ώρα θα είστε όλοι εδώ, για να φύγετε από το χωριό. Στους δικούς σας που κρύβονται θα πείτε να παρουσιαστούν, γιατί όποιος παραμείνει ύστερα από μια ώρα θα τουφεκίζεται».
Καταλαβαίνει καθένας τι επακολούθησε ύστερα από τη φοβερή αυτή ανακοίνωση και εντολή. Όλοι τρέξανε στα σπίτια τους, ειδοποίησαν τους δικούς τους να παρουσιαστούν, πήραν ό,τι πρόχειρο έβρισκαν και κυρίως ψωμί, ελιές, λίγα ρούχα και γύρισαν στο Σχολείο.
Κατά τις 11 περίπου το πρωί ξεκίνησε μια τεράστια φάλαγγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πολλοί ανήμποροι, γέροι, γριές και άρρωστοι συνοδεία Γερμανών και χωροφυλάκων με κατεύθυνση προς τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Γερακάρι, Ελένες και τελικό προορισμό το Μέρωνα. Το καραβάνι αυτό της συμφοράς και της οδύνης, που στην πορεία συνεχώς αύξανε από τους ξερριζωνόμενους και των άλλων χωριών, έφτασε κουρασμένο, λυπημένο, πεινασμένο και εξαντλημένο στο Μέρωνα το βράδυ και στρατοπέδευσε σ' ένα χωράφι στο κέντρο του χωριού για να διανυκτερεύσει. Σ' όλη τη διάρκεια της νύχτας οι πρόσφυγες ήσαν κυκλωμένοι από Γερμανούς και Χωροφύλακες. Θα κόντευε μεσάνυχτα όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να διώξουν με αυτοκίνητα τους άνδρες και τις κοπέλες, που προορίζονταν για τα «σύρματα» στο Ρέθεμνο ( Φρούριο Φορτέτζας). Με έκπληξη όμως διαπίστωσαν ότι οι περισσότεροι είχαν εξαφανιστεί! Είχαν διαφύγει όχι μόνο από το Μέρωνα, αλλά και κατά τη διαδρομή από τα χωριά τους προς το Μέρωνα. Άρχισαν τότε με φακούς να μας ψάχνουν μέσα στον καταυλισμό. Τούτο όμως ήταν πολύ δύσκολο και λόγω του σκότους αλλά και της στενότητας του χώρου. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν.
Ελάχιστους έδιωξαν εκείνο το βράδυ και το εγχείρημα επανέλαβαν την επόμενη. Πράγματι πρωί πρωί μάζεψαν άνδρες και κοπέλες απ' όλα τα χωριά, τους μετέφεραν στο Ρέθυμνο και τους έκλεισαν στα «σύρματα». Μετά από 18 μέρες απόλυσαν όλους τους Ανωμεριανούς και των άλλων χωριών, εκτός από 5 Γερακαριανούς που απομόνωσαν στις φυλακές και από τους οποίους τον ένα εκτέλεσαν (τον Ταταρογιάννη), και τους άλλους τέσσερις ελευθέρωσαν μετά δύο περίπου μήνες.
Όσους δε μετάφεραν στα «σύρματα» στο Ρέθυμνο το ίδιο πρωί τους συνόδευσαν από το Μέρωνα μέχρι τους Αποστόλους και εκεί τους είπαν: «... Από τη στιγμή αυτή είστε ελεύθεροι. Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε. Πίσω στα χωριά σας δε μπορείτε να γυρίσετε...». Μετά από την εντολή αυτή σκόρπισαν οι άνθρωποι σ' όλα τα χωριά της επαρχίας. Από εκείνη τη στιγμή γλίτωναν από το μαρτύριο της επιτήρησης, της κράτησης και της σκλαβιάς και παραδίδονταν στο μαρτύριο της προσφυγιάς. Το μαρτύριο αυτό, που για άλλους κράτησε ένα χρόνο και για άλλους περισσότερο, έχει να παρουσιάσει μια σειρά από συγκλονιστικές σκηνές, απερίγραπτες συγκινήσεις και πράξεις αλτρουισμού και συναντίληψης. Αποτελεί η περίοδος αυτή τίτλο τιμής για τους κατοίκους ολόκληρης της επαρχίας Αμαρίου, που έδωσαν με απλοχεριά στέγη και προστασία στους πρόσφυγες. Μα συγχρόνως αποτελεί τίτλο τιμής για τους υπερήφανους κατοίκους των «καμένων χωριών». Με καρτερία και αξιοπρέπεια αντιμετώπισαν τη μεγάλη δοκιμασία. Στάθηκαν όρθιοι, δούλεψαν σκληρά, δε ζητιάνεψαν, δεν έχασαν το θάρρος τους. Οπωσδήποτε όμως ποτέ δε θα ξεχάσουν την αδελφική συμπαράσταση των συνεπαρχιωτώντους Αμαριωτών.
Ξαναγυρίζομε τώρα στο Άνω Μέρος για να παρακολουθήσουμε το δράμα του χωριού και των δυστυχισμένων 30 (τριάντα) ανδρών, που αφήσαμε φεύγοντας κλεισμένους στο σχολείο, καθώς και των 8 ( οκτώ) γερόντων, γριών, και αρρώστων, που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να ακολουθήσουν τη φάλαγγα.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι από τους κρατούμενους και τους γέροντες δεν επέζησε κανείς. Στερούμαστε λοιπόν άμεσων μαρτυριών. Περιγράφουμε τα γεγονότα με υποθέσεις και κυρίως με βάση τα όσα έγιναν στα άλλα χωριά και τα όσα μας είπαν οι Ανωμεριανοί, που παρακολούθησαν τα συμβαίνοντα από τα γύρω υψώματα.
Μόλις βίαια εγκαταλείψαν το χωριό τους οι Ανωμεριανοί, άρχισαν οι εκτελέσεις των μελλοθανάτων. Οι πρώτοι πυροβολισμοί, σε ριπές αυτομάτων όπλων, ακούστηκαν όταν οι πρόσφυγες φτάνανε στις Δρυγιές, δηλ. ύστερα από μισή ώρα. Τους άκουγαν όλοι που βρισκόταν έξω από τον κλοιό, στην «Κορυφή», στις «Φασόκοιτες», στη «Σάμιτο». Τους κρατούμενους τους οδηγούσαν δύο- δύο δεμένους στον τόπο των εκτελέσεων, γι' αυτό και κανείς δε μπόρεσε να φύγει. Στις 2 μ.μ σίγησαν τα τουφέκια και υπολογίζουμε αυτή την ώρα να είχαν τελειώσει οι εκτελέσεις. Τους γέροντες τους σκότωσαν σποραδικά, σε διάφορα σημεία του χωριού. Ως τόποι των ομαδικών εκτελέσεων χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα γειτονικά σπίτια. Των: Γεωργίου Τριχάκη, Λαζάρου Τριχάκη, Νίκου Καπαρού και Χαρίτου Σταυρουλάκη. Μετά τις εκτελέσεις έβαλαν φωτιά, έκαψαν τα σπίτια και τους σκοτωμένους και στη συνέχεια τα γκρέμισαν με δυναμίτες και πετρώθηκαν τα πάντα. Η ταφή των νεκρών από τα συντρίμμια των σπιτιών ήταν πλήρης και χρειάστηκε κόπος για την ανακάλυψη τους.
Από την επόμενη μέρα άρχισε το έργο της λεηλασίας του χωριού, καθώς και το κάψιμο και το γκρεμισμάτων σπιτιών. Για τη μεταφορά των κλοπιμαίων επιστρατεύτηκαν πολλοί μετά ζώα τους από τα γύρω χωριά. Τα ρούχα, τα τρόφιμα και τα άλλα είδη μεταφέρθηκαν στον Αφρατέ κι απ' εκεί με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο. Το έργο της καταστροφής και της λεηλασίας κράτησε 6 (έξι) μέρες κι όταν τα χαράματα της 27 Αυγούστου ( Κυριακή)έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν πίσω τους μόνο ερείπια και σκοτωμένους.
Μαυρίλα σκέπαζε όλο το χωριό. Οι οσμές από το κάψιμο και από τα σκοτωμένα και σφαγμένα ζώα, που ήσαν κατάσπαρτα σ' όλες τις γειτονιές, σ' εμπόδιζαν να πλησιάσεις. Όλα τα σπίτια καμένα και γκρεμισμένα. Το Σχολείο, ο καθεδρικός ναός του Άνω Μέρους ( Παναγία) και η εκκλησία του νεκροταφείου. Η εκκλησία της Παναγίας χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ως σφαγείο ζώων και αποχωρητήριο!!!
Από την επόμενη άνοιξη (1945) άρχισαν δειλά δειλά οι Ανωμεριανοί να επιστρέφουν στο χωριό τους και να προσπαθούν να οικοδομήσουν μια γωνία, για να ξαναφτιάξουν το χωριό τους. Χρειάστηκαν κόποι, ιδρώτας και κρύα πολλών χρόνων για να στεριώσει πάλι το Άνω Μέρος, να δημιουργηθεί ό,τι υπάρχει. Η εργατικότητα, η μεθοδικότητα και η καρτερία δημιούργησε το Άνω Μέρος που βλέπουμε σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια. Όλα ξανάγιναν καλύτερα και μόνο οι ηρωικοί νεκροί απουσιάζουν. Τα οστά τους όμως, συγκεντρωμένα με προσοχή, φυλάσσονται με ευλάβεια στο πολυτελέστατο κενοτάφιο του λαμπρού Ηρώου που αναγέρθηκε προς τιμή τους.
Το Ηρώο του Άνω Μέρους, μοναδικό στο είδος του, είναι ανάλογο της θυσίας των εθνομαρτύρων και του πολιτισμού των Ανωμεριανών, που μόχθησαν και δαπάνησαν για την κατασκευή του. Στημένο σε θέση περίοπτη και φωτιζόμενο με προβολείς, φαίνεται τη νύχτα από το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας, και αποτελεί στολίδι και κόσμημα της περιοχής, αλλά και σύμβολο των αξιών της ανδρείας, της θυσίας, της ανθρωπιάς και της ελευθερίας. Αξίες που με παραδειγματική αφοσίωση υπηρετούν πάντοτε οι Ανωμεριανοί.
Γύρω από το καλλιμάρμαρο Ηρώο, κάθε χρόνο, στις 22 Αυγούστου συγκεντρώνονται, απ' όπου κι αν κατοικούν, οι Ανωμεριανοί, για να τιμήσουν και να κλάψουν τους ένδοξους νεκρούς τους, να προσευχηθούν για την ανάπαυση της ψυχής τους και να τους διαβεβαιώσουν πως η Μνήμη τους είναι και θα παραμείνει αιώνια.
Οι εκτελεσθέντες
Οι εκτελεσθέντες στο Άνω Μέρος στις 22 Αυγούστου 1944 είναι:
Ιωάν. Γ. Βουμβουλάκης
Γεώργ. Στ. Μπαγουράκης
Αντων. Ι. Βουμβουλάκης
Κωνστ. Ν. Μπαγουράκης
Εμμ. Ι. Κατσαντώνης
Ιωάνν. Ν. Μπαγουράκης
Γεώργ. Ε. Κατσαντώνης
Εμμ. Ζ. Μπαγουράκης
Στυλ. Ε. Κατσαντώνης
Ιάκ. Σ. Μπούτζουκας
Ρούσα θ. Κατσαντώνη
θεοδ. Μ. Παναγιωτάκης
Ηλ. Ε. Κουγιτάκης
Αμαλία Χ. Παπουτσάκη
Ιωάνν. Ε. Κουγιτάκης
Αλέξ. Α. Παπουτσάκης
Στυλ. Ε. Κουγιτάκης
Απόστ. Π. Παττακός
Εμμ. Ι. Κουγιτάκης
Ζαχ. Γ. Παττακός
Γεώργ. Α. Κυριακάκης
Εμμ. Α. Σοφιαδάκης
Ιωάνν. Γ. Κυριακάκης
Διογ. Χ. Στουρουλάκης
Γεώργ. Α. Λεμονάκης
Γεώργ. Ε. Σταυρουλάκης
Ευαγγελία. Γ. Λεμονάκη
Εμμ. Ι. Τριχάκης
Αντων. Μ. Λεμονάκης
Μιχ. Λ. Τριχάκης
θεοδ. Γ. Λινοξυλάκης
Εμμ. Ζ. Φραγκουδάκης
Εργινούσα Ε. Μαθιουθάκη
Ιωάν. Γ. Χατζηδάκης
Εμμ. θ. Μαθιουδάκης
Δίον. Ε. Χανδράκης
Κείμενα από την έκδοση του Δήμου Συβρίτου-
Αρχείο Ιστορικών Ερευνών για το Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους
«Αφιέρωμα στο Κέντρος, Μέρος 3ο : Άνω Μέρος»
σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό Ρεθύμνου
Το Άνω Μέρος (Και οι Δρυγιές) Του Στέργιου Μ.Μανουρά, ε.Δικηγόρου
Στο διάστημα της κατοχής το Άνω Μέρος επισκεπτόταν μεμονωμένοι Γερμανοί στρατιώτες για υπηρεσία όπως π.χ. για να ρυθμίσουν θέματα της περιοδικής αναγκαστικής εργασίας ή για άλλους λόγους Έγιναν επίσης δύο τρεις «κυκλώσεις» από στρατιωτικές μονάδες για έρευνες και συλλήψεις «υπόπτων». Τον υπόλοιπο καιρό το Άνω Μέρος και η υπόλοιπη περιοχή ήταν «ελεύθερο έδαφος». Φιλοξενούσε Άγγλους των υπηρεσιών κατασκοπείας, συνδέσμους των αντάρτικων ομάδων καταδιωκομένους από τους Γερμανούς κλπ. Όλοι αυτοί κινιόνταν στην περιοχή σχεδόν χωρίς προφυλάξεις.
Και ενώ η Ελλάδα και το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης βρισκόταν στις παραμονές της απελευθέρωσης, λίγα δεκάλεπτα πριν από την αυγή της 22ας Αυγούστου 1944, τα χωριά της ρίζας του Κέντρους «κυκλωνόταν» από ισχυρές Γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στο Άνω Μέρος η στρατιωτική μονάδα ανέβηκε από τον Αφρατέ Πετροχώρι Αύλακα. Λίγοι από τους κατοίκους που αντιλήφθηκαν τους στρατιώτες, κυρίως εκείνοι που τα σπίτια τους βρισκόταν στις παρυφές του χωριού, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι, κατάφεραν να βρεθούν έξω από τον κλοιό που σχημάτισαν οι Γερμανοί. ΄Ολους τους άλλους συγκέντρωσαν στο Σχολείο του χωριού. Στη μία αίθουσα έβαλαν τους άνδρες και στην άλλη τα γυναικόπαιδα. Από ένα κατάλογο ξεχώρισαν 30 άνδρες που τους κράτησαν. Στις 10 το πρωί μπήκε στην αίθουσα που βρισκόταν τα γυναικόπαιδα ένας Γερμανός και είπε ελληνικά περίπου τα εξής:«Θα πάτε στα σπίτια σας, θα πάρετε ό,τι μπορείτε και σε μια ακριβώς ώρα θα επιστρέψετε εδώ. Οι στρατιώτες έχουν διαταγή να πυροβολούν χωρίς καμία προειδοποίηση όποιο συναντούν στο χωριό μετά από μία ώρα».
Οι κάτοικοι πήραν ό,τι μπόρεσαν και στις 11 το πρωί βρέθηκαν μπροστά στο Σχολείο, από όπου με συνοδεία στρατιωτών ξεκίνησαν προς τις Δρυγιές. Οι Δρυγιές, άγνωστο γιατί, δεν κυκλώθηκαν. Οι άνδρες όταν το πρωί αντιλήφθηκαν τους Γερμανούς στρατιώτες στο Άνω Μέρος, έφυγαν από το χωριό τους και έμειναν μόνο γυναικόπαιδα και γέροι. Αλλά κι αυτούς τους συγκέντρωσαν οι Γερμανοί και ακολούθησαν την ίδια τύχη των κατοίκων του Άνω Μέρους. Λίγες ώρες μετά την απομάκρυνση των κατοίκων, γύρω στις 3 μ.μ., οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 30 άνδρες που είχαν κρατήσει. Μαζί με αυτούς σκότωσαν άλλους 4 άνδρες και 4 γυναίκες που αρνήθηκαν να φύγουν από το Άνω Μέρος, ελπίζοντας ότι οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν.
Αμέσως μετά τις εκτελέσεις, ειδικό συνεργείο καταστροφών από Γερμανούς άρχισε το έργο του. Μέσα σε έξι μέρες καταστράφηκαν και χάθηκαν οι κόποι πολλών δεκαετιών. Τα δύο χωριά, Άνω Μέρος και Δρυγιές, μεταβλήθηκαν σε ερείπια. Στις 200 περίπου οικοδομές που καταστράφηκαν συμπεριλαμβανόταν και το σχολείο και η εκκλησία.
Οι Ανωμεριανοί και Δρυγιανοί, μαζί με τους άλλους κατοίκους των υπόλοιπων χωριών, με τη συνοδεία πάντα Γερμανών στρατιωτών, βρέθηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας στο Μέρωνα, από όπου την επόμενη άρχισαν να διασκορπίζονται σε διάφορες κατευθύνσεις. Το Άνω Μέρος με τις Δρυγιές έμελλε να καταβάλει βαρύ το φόρο του αίματος και των υλικών αγαθών στο τελευταίο Μεγάλο Αγώνα του Ελληνισμού για την Ελευθερία.
Δείτε σχετικό βίντεο με το χρονικό της Καταστροφής :